Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορυκτό
6 εγγραφές [1 - 6]
ορυκτό το [oriktó] Ο38 : γενική ονομασία των φυσικών ουσιών, συνήθ. στερεών και ανόργανων, που συγκροτούν το στερεό φλοιό της γης και ιδίως εκείνων που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον άνθρω πο: Φυσικές / χημικές ιδιότητες ενός ορυκτού. Εξόρυξη / εκμετάλλευση των ορυκτών. Xώρα πλούσια σε μάρμαρα, μεταλλεύματα και άλλα ορυκτά. Ένα ~ πλούσιο σε μέταλλα, μετάλλευμα. || Mεταλλικά ορυκτά.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ορυκτός σημδ. γαλλ. minéral]

ορυκτογεωλογία η [oriktojeolojía] Ο25 : (γεωλ.) κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τη δημιουργία, τη σύσταση κτλ. των ορυκτών.

[λόγ. < γαλλ. oryctogéologie < orycto- = ορυκτ(όν) -ο- + géologie = γεωλογία]

ορυκτολογία η [oriktolojía] Ο25 : η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέ τη των ορυκτών: Γενική / ειδική ~. Mάθημα / εγχειρίδιο ορυκτολογίας.

[λόγ. < γαλλ. oryctologie < orycto- = ορυκτ(όν) -ο- + -logie = -λογία]

ορυκτολογικός -ή -ό [oriktolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ορυκτολογία: Ορυκτολογικές έρευνες / μελέτες.

[λόγ. < γαλλ. oryctologique < oryctolog(ie) = ορυκτολογ(ία) -ique = -ικός]

ορυκτολόγος ο [oriktolóγos] Ο18 θηλ. ορυκτολόγος [oriktolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ορυκτολογία.

[λόγ. < γαλλ. orycto logue < orycto(logie) = ορυκτο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ορυκτός -ή -ό [oriktós] Ε1 : 1. που ανήκει στα ορυκτά, που είναι ορυκτό: Ορυκτό αλάτι / ρετσίνι. 2. που προέρχεται από ορυκτό: Ορυκτά έλαια / καύσιμα. || Ο ~ πλούτος μιας χώρας, το σύνολο των εκμεταλλεύσιμων ορυκτών της.

[λόγ. < αρχ. ὀρυκτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες