Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορυζώνας
1 εγγραφή
ορυζώνας ο [orizónas] Ο2 : έκταση γης στην οποία καλλιεργείται ρύζι.

[λόγ. όρυζ(α) -ών > -ώνας μτφρδ. γαλλ. rizière]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες