Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οροσειρά
1 εγγραφή
οροσειρά η [orosirá] Ο24 : (γεωγρ.) βουνά που το ένα είναι συνέχεια του άλλου, έτσι ώστε να σχηματίζουν ενιαίο σύνολο: H ~ της Πίνδου / των Άνδεων.

[λόγ. ορο- 3 + σειρά μτφρδ. αγγλ. mountain range]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες