Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορνιθώνας
1 εγγραφή
ορνιθώνας ο [orníθónas] Ο2 : (λόγ.) το κοτέτσι.

[λόγ. < ελνστ. ὀρνιθών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες