Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμιά
1 εγγραφή
ορμιά η [ormná] Ο24 : το σκοινί στο οποίο δένουν το αγκίστρι· αρμιθιά· (πρβ. πετονιά).

[αρχ. ὁρμιά `πετονιά από τρίχα αλόγου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες