Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορμίδι το [ormíδi] & αρμίδι το [armíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η ορμιά· αρμίθι.
[μσν. ορμίδι < ελνστ. *ὁρμίδιον υποκορ. του αρχ. ὁρμιά· τροπή [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-or > enar > en-ar] ]