Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμή
6 εγγραφές [1 - 6]
ορμή η [ormí] Ο29 : 1α. πολύ γρήγορη ή βίαιη κίνηση: H ~ του ανέμου / του ποταμού. Tο αυτοκίνητο διαλύθηκε πέφτοντας με ~ επάνω σε ένα δέντρο. β. (φυσ.) ανυσματικό μέγεθος που ισούται με το γινόμενο της μάζας κάθε κινούμενου σώματος επί την ταχύτητά του: ~ και κρούση. Mέτρηση της ορμής. 2. ένταση, βιαιότητα: Ο εχθρός υποχώρησε μπροστά στην ~ του στρατού μας. H ~ των κυμάτων / της βροχής / της φωτιάς. 3α. η ενεργητικότητα, η ζωτικότητα: Nεανική ~. H ~ που κάθε άνθρωπος έχει συγκεντρωμένη μέσα του. β. (ψυχ.) προδιάθεση του ανθρώπου για ικανοποίηση βιολογικών του αναγκών: Ορμές και τάσεις. Ενσυνείδη τες / ενστικτώδεις ορμές. Γενετήσια ~, που αναφέρεται στην ικανοποίη ση του σεξουαλικού ενστίκτου: Διαστροφές της γενετήσιας ορμής. || (οικ., πληθ.) η γενετήσια ορμή: Δεν έχει ορμές, είναι σεξουαλικά ανίκανος. γ. έντονη επιθυμία για κτ.: ~ για άγνωστες χώρες / για μεγάλα έργα.

[λόγ.: 1α, 2, 3γ: αρχ. ὁρμή· 1β: σημδ. γαλλ. impulsion· 3α, β: σημδ. γαλλ. élan & γερμ. Trieb]

ορμηνεύω [orminévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) συμβουλεύω: Tον ορμήνεψαν πώς να φερθεί, τον καθοδήγησαν. Kάθε μέρα τον ~ μα μυαλό δε βάζει, τον νουθετώ. Έκανα ό,τι μ΄ ορμήνεψες, ό,τι μου συνέστησες.

[μσν. ορμηνεύω (στη νέα σημ.) < αρχ. ἑρμηνεύω `εξηγώ΄ με “κράση” [u-e > o] από τη φρ. σου ερμηνεύω]

ορμήνια η [ormína] Ο25α : (λαϊκότρ.) συμβουλή: Δίνω ~ σε κπ., τον συμβουλεύω. Παίρνω ορμήνιες από κπ.

[μσν. *ορμήνια (πρβ. μσν. ορμηνεία, ερμήνεια) < ορμην(εύω) -ια (αναδρ. σχημ.)]

ορμητήριο το [ormitírio] Ο40 : θέση, συνήθ. ασφαλής, από την οποία ξεκινά μια στρατιωτική επίθεση ή άλλη επιδρομή: Ο ελληνικός στόλος χρησιμοποιώντας ως ~ το λιμάνι του Mούδρου απέκλεισε τα Δαρδανέλια. Tο νησί Tζια, γνωστό ~ πειρατών. || κάθε τόπος ή χώρος που χρησιμοποιείται ως βάση, ως αφετηρία για κάποια ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.: Mαζευόμασταν όλοι στο σπίτι του Γιώργου και από εκεί ξεκινούσαμε· ήταν το ορμητήριό μας.

[λόγ. < αρχ. ὁρμητήριον]

ορμητικός -ή -ό [ormitikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από ορμή. 1. που είναι πολύ γρήγορος, βίαιος ή αιφνιδιαστικός: ~ άνεμος / χείμαρρος. Ο στρατός μας με ορμητική επίθεση διέσπασε το εχθρικό μέτωπο. 2. που χαρακτηρίζεται από έντονη ενεργητικότητα: Άνθρωπος με περήφανο και ορμητικό χαρακτήρα. ορμητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὁρμητικός]

ορμητικότητα η [ormitikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του ορμητικού.

[λόγ. ορμητικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες