Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορισμός
1 εγγραφή
ορισμός ο [orizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ορίζω. 1α. (σπάν.) καθορισμός: ~ κηδεμόνα σε ανήλικα ορφανά. β. πρόταση ή περίοδος στην οποία περιγράφονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά μιας λέξης ή γενικά μιας έννοιας: Δίνω / κάνω έναν ορισμό. Σαφής / ακριβής / σύντομος ~. Οι ορισμοί των λημμάτων ενός λεξικού, τα ερμηνεύματα που αντιστοιχούν σε κάθε σημασία: Ετυμολογικός ~. Ο ~ της δικαιοσύνης / της αρετής. Φιλοσοφικός ~. Ο ~ της τραγωδίας κατά τον Aριστοτέλη. (έκφρ.) εξ ορισμού, ως συνέπεια λογικών συμβάσεων που εξαρχής έγιναν αποδεκτές: Εξ ορισμού δεχόμαστε ότι το παραλληλόγραμμο έχει τις τέσσερις πλευρές του ανά δύο παράλληλες. 2. (λαϊκότρ.) α. διαταγή, εντο λή, παραγγελία, συνήθ. στην έκφραση (είμαι) στους ορισμούς σου, είμαι στη διάθεσή σου. β. επιθυμία.

[1: λόγ. < αρχ. ὁρισμός· 2: ελνστ. ὁρισμός `ψήφισμα, θέσπισμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες