Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορθόστηθος -η -ο [orθóstiθos] Ε5 : (λογοτ.) που έχει όρθιο στήθος: Ορθόστηθη γυναίκα, που οι μαστοί της είναι στητοί σε σχέση με το σώμα της.
[λόγ. ορθο- 1 + στήθ(ος) -ος]