Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθοτομώ
1 εγγραφή
ορθοτομώ [orθotomó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) αναλύω, ερμηνεύω κτ. σωστά.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθοτομῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες