Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθοστασία
1 εγγραφή
ορθοστασία η [orθostasía] Ο25 : η στάση εκείνου που στέκεται όρθιος, συνήθ. για πολλή ώρα: Kουράστηκα / πονάει η μέση μου από την ~.

[λόγ. ορθο- 1 + στάσ(ις) -ία ίσως μτφρδ. γαλλ. orthostatisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες