Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθοπεδικός
2 εγγραφές [1 - 2]
ορθοπεδικός ο [orθopeδikós] Ο17 θηλ. ορθοπεδικός [orθopeδikós] Ο34 & ορθοπαιδικός ο [orθopeδikós] Ο17 θηλ. ορθοπαιδικός [orθopeδikós] Ο34 : γιατρός ειδικευμένος στην ορθοπεδική: Ο ~ διαπίστωσε ότι το 10% των παιδιών πάσχει από σκολίωση. Tον πήγαν στον ορθοπεδικό, για να δει το σπασμένο του πόδι. Xειρούργος ~.

[λόγ. ορθοπεδ(ική), ορθοπαι δ(ική) -ικός απόδ. γαλλ. orthopédiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ορθοπεδικός -ή -ό [orθopeδikós] & ορθοπαιδικός -ή -ό [orθopeδikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με την ορθοπεδική: Ορθοπεδική εγχείρηση. Ορθοπεδικά εργαλεία / μηχανήματα. ~ κορσές. β. που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με την ανατομία του σώματος ή του μέλους, για το οποίο προορίζεται, και εξυπηρετεί θεραπευτικούς σκοπούς· (πρβ. ανατομικός): Ορθοπεδικό στρώ μα. Ορθοπεδικά παπούτσια.

[λόγ. < γαλλ. orthopédique < orthopéd(ie) = ορθοπεδ(ική), ορθοπαιδ(ική) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες