Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθοδοντικός
2 εγγραφές [1 - 2]
ορθοδοντικός ο [orθoδontikós] Ο17 θηλ. ορθοδοντικός [orθoδontikós] Ο34 : οδοντίατρος ειδικευμένος στην ορθοδοντική.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επίθ. ορθοδοντικός σημδ. γαλλ. orthodontiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ορθοδοντικός -ή -ό [orθoδontikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ορθοδοντική: Ορθοδοντικά εργαλεία / μηχανήματα. || (ως ουσ.) ο ορθοδοντικός*.

[λόγ. ορθοδοντ(ική) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες