Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορθογωνικός -ή -ό [orθoγonikós] Ε1 : (για σχήμα ή σώμα) που μοιάζει με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ή παραλληλεπίπεδο· ορθογώνιος: ~ σωλήνας.
[λόγ. ορθογών(ιον) -ικός]