Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθογραφικός
1 εγγραφή
ορθογραφικός -ή -ό [orθoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ορθογραφία: Ορθογραφικοί κανόνες. Ορθογραφικά λάθη. Ορθογραφικό λεξικό, που δίνει την ορθογραφία κάθε λέξης. ~ οδηγός της γραμματικής. ορθογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθογραφικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες