Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορεβουάρ
1 εγγραφή
ορεβουάρ [orevuár] & ορβουάρ [órvuár] επιφ. : αντίο, εις το επανιδείν.

[λόγ. < γαλλ. au revoir (ορεβ-: ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες