Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορδί
1 εγγραφή
ορδί το [orδí] Ο43 : (παρωχ.) στρατιωτικό σώμα. || Ρίχνω ~, στρατοπεδεύω.

[τουρκ. ord(u)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες