Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οργανικός
1 εγγραφή
οργανικός -ή -ό [orγanikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σε ορισμένο όργανο του σώματος ή σε ολόκληρο τον οργανισμό: Οργανική πάθηση / αλλοίω ση / βλάβη / διαταραχή / ανάγκη. Οργανικά αισθήματα, που αφορούν την εσωτερική κατάσταση του οργανισμού. Οργανικά όντα, έμβια. ANT ανόργανα όντα. 2α. που προέρχεται από ζωντανούς οργανισμούς: Οργανικά λιπάσματα. ANT χημικά. β. (χημ.) με αναφορά στον άνθρακα. ANT ανόργανος: Οργανική ένωση, που περιέχει άνθρακα. Οργανική χημεία, που μελετά τις οργανικές ενώσεις. Οργανική ανάλυση / καύση. 3. (μτφ.) α. που είναι βασικός, που παίζει ουσιαστικό ρόλο στη συγκρότηση ή στη λειτουργία ενός συνόλου: H οικογένεια χαρακτηρίζεται ως οργανικό κύτταρο της κοινωνίας. β. που αφορά ορισμένη κρατική υπηρεσία, οργανισμό κτλ.: ~ νόμος, που καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας ή οργανισμού. Οργανική θέση (σε υπηρεσία ή οργανισμό), που προβλέπεται από το νόμο ή ορίζεται από τη διοίκηση: Yπάλληλος που υπηρετεί στην οργανική του θέση. 4. (μουσ.) που αναφέ ρεται σε μουσικά όργανα: Οργανική μουσική, ενόργανη. Tο οργανικό μέρος μιας παρτιτούρας, που αφορά την ορχήστρα. 5. (γραμμ.) που αναφέ ρεται στο όργανο, στο μέσο με το οποίο γίνεται μια πράξη: Δοτική οργανική, η δοτική του οργάνου. H οργανική πτώση, πτώση που δηλώνει το μέσο με το οποίο τελείται μια πράξη: Στην ινδοευρωπαϊκή γλώσσα αποκαθίσταται ξεχωριστή οργανική πτώση. || (ως ουσ.) η οργανική, η οργανική πτώση: Στη σανσκριτική διατηρείται η αρχαία ινδοευρωπαϊκή οργανική. οργανικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 3: Στοιχείο που δεν εντάσσεται ~ στο σύνολο.

[λόγ.: 1: αρχ. ὀργανικός· 2, 3: σημδ. γαλλ. organique (στις νέες σημ.) < λατ. organicus < αρχ. ὀργανικός· 4, 5: σημδ. γαλλ. instru mental]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες