Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορατότητα
1 εγγραφή
ορατότητα η [oratótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : 1α. η δυνατότητα κάποιου να βλέπει από ένα σημείο προς ορισμένες κατευθύνσεις: Σπίτι / αυτοκίνη το με μικρά παράθυρα που περιορίζουν την ~. Mικρή / περιορισμένη ~. Ορατότης μηδέν, για πολύ περιορισμένη δυνατότητα κάποιου να βλέπει εξαιτίας εξωτερικών συνθηκών και μτφ. για αδιέξοδες καταστάσεις. Σχολιάστε μας την πολιτική κατάσταση στη χώρα. - Ορατότης μηδέν. β. η δυνατότητα κάποιου να βλέπει, σε συνάρτηση με τις συνθήκες που επικρατούν στην ατμόσφαιρα: Έλλειψη ορατότητας λόγω ομίχλης. H μετεωρολογική υπηρεσία προβλέπει ~ από ένα ως δύο μίλια. 2. (σπάν.) η ιδιότη τα του ορατού.

[λόγ. ορατ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. visibilité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες