Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορατόριο
1 εγγραφή
ορατόριο το [oratório] Ο42 : εκκλησιαστικό μελόδραμα.

[λόγ. ορατόριον < ιταλ. oratorio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες