Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπτιμιστής
1 εγγραφή
οπτιμιστής ο [optimistís] Ο7 θηλ. οπτιμίστρια [optimístria] Ο27 : οπαδός του οπτιμισμού. ANT πεσιμιστής.

[λόγ. < γαλλ. optimiste (-iste = -ιστής)· λόγ. οπτιμισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες