Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπληφόρος -α -ο [oplifóros] Ε4 : (ζωολ.) γενικός χαρακτηρισμός των θηλαστικών που έχουν οπλές.
[λόγ. οπλ(ή) -η- + -φόρος με συνδετικό φων. -η- αντί -ο- κατά τα νικηφόρος, κανηφόρος, ίσως για διάκρ. από το οπλοφόρος, μτφρδ. γερμ. Huftier]