Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπλασκία η [oplaskía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (στρατ.) ασκήσεις που έχουν ως στόχο την εξοικείωση του στρατιώτη στη χρήση του ατομικού του όπλου· ασκήσεις ακριβείας.
[λόγ. οπλ(ο)- + -ασκία κατά το αρχ. σωμασκία `σωματική άσκηση΄]