Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπισθόδομος
1 εγγραφή
οπισθόδομος ο [opisθóδomos] Ο20α : (αρχαιολ.) το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν εντελώς πίσω, που ήταν τελευταίο σε σχέση με τον πρόδομο: Ο ~ του Παρθενώνα χρησιμοποιούνταν ως θησαυροφυλάκιο.

[λόγ. < αρχ. ὀπισθόδομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες