Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπισθοδρόμηση
1 εγγραφή
οπισθοδρόμηση η [opisθoδrómisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του οπισθοδρομώ. 1. κίνηση προς τα πίσω: H ~ των πυροβόλων όπλων κατά την εκπυρσοκρότηση. Πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως. 2. (μτφ.) αντίστροφη εξελικτική πορεία, που οδηγεί σε προηγούμενο στάδιο λιγότερο εξελιγμέ νο: Οικονομική / κοινωνική / πολιτική / πολιτιστική ~. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης θα οδηγήσει στην ~.

[λόγ. οπισθοδρομη- (οπισθοδρομώ) -σις > -ση, μτφρδ.: 1: γαλλ. reculement, recul· 2: γαλλ. rétrogradation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες