Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπισθο
16 εγγραφές [1 - 10]
οπισθο- [opisθo] & οπισθό- [opisθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οπισθ- [opisθ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. βρίσκεται, υπάρχει πίσω, συνήθ. σε αντιδιαστολή με κτ. ανάλογο που υπάρχει μπροστά: οπισθαύλιο, οπισθόδομος, ANT προ-· ~κάλυμμα, ~φυλακή, ANT εμπροσθο-. || (ανατ.) ~δωδεκαδακτυλικός, ~στομαχικός. 2. κατευθύνεται, έχει φορά προς τα πίσω· (πρβ. πισω-): ~δρομώ, ~χωρώ· οπισθόπλους. || (επιστ.) για ανάλογη απόκλιση από τον κανονικό σχηματισμό, διάπλαση κτλ. αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γναθία, οπισθοδοντία, ~μαστία.

[λόγ. < αρχ. ὀπισθ(ο)- θ. του επιρρ. ὄπισθ(εν) -ο- `πίσω΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὀπισθό-δομος, ὀπισθο-φυλακία `οπισθοφυλακή΄ & νλατ. opisth(o)- < αρχ. ὀπισθ(ο)-: οπισθο-γναθισμός < νλατ. opisthogna thismus]

οπισθογεμής -ής -ές [opisθojemís] Ε10 : για πυροβόλο όπλο που το γεμίζουν από την πίσω πλευρά. ANT εμπροσθογεμής.

[λόγ. οπισθο- + αρχ. γέμ(ω) ΄είμαι γεμάτος΄ -ής μτφρδ. γερμ. Hinterlader]

οπισθογράφηση η [opisθoγráfisi] Ο33 : δήλωση γραμμένη στην πίσω σελίδα μιας επιταγής, συναλλαγματικής ή άλλου τίτλου εις διαταγήν και υπογραμμένη από το δικαιούχο, με την οποία μεταβιβάζεται το συγκεκριμένο δικαίωμα σε έναν τρίτο.

[λόγ. οπισθογραφη- (οπισθογραφώ) -σις > -ση απόδ. γαλλ. endossement ή αγγλ. endorsement]

οπισθόγραφος -η -ο [opisθóγrafos] Ε5 : που έχει οπισθογραφηθεί· οπισθογραφημένος.

[λόγ. οπισθογραφ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

οπισθογραφώ [opisθóγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβιβάζω συγκεκριμένο δικαίωμα με οπισθογράφηση: Οπισθογραφημένη συναλλαγματική.

[λόγ. οπισθο(γράφησις) -γραφώ κατά το μονογραφώ (αναδρ. σχημ.)]

οπισθόδομος ο [opisθóδomos] Ο20α : (αρχαιολ.) το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν εντελώς πίσω, που ήταν τελευταίο σε σχέση με τον πρόδομο: Ο ~ του Παρθενώνα χρησιμοποιούνταν ως θησαυροφυλάκιο.

[λόγ. < αρχ. ὀπισθόδομος]

οπισθοδρόμηση η [opisθoδrómisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του οπισθοδρομώ. 1. κίνηση προς τα πίσω: H ~ των πυροβόλων όπλων κατά την εκπυρσοκρότηση. Πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως. 2. (μτφ.) αντίστροφη εξελικτική πορεία, που οδηγεί σε προηγούμενο στάδιο λιγότερο εξελιγμέ νο: Οικονομική / κοινωνική / πολιτική / πολιτιστική ~. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης θα οδηγήσει στην ~.

[λόγ. οπισθοδρομη- (οπισθοδρομώ) -σις > -ση, μτφρδ.: 1: γαλλ. reculement, recul· 2: γαλλ. rétrogradation]

οπισθοδρομικός -ή -ό [opisθoδromikós] Ε1 : που έχει ξεπεραστεί από την εξέλιξη, από την πρόοδο· καθυστερημένος. ANT σύγχρονος, μοντέρνος: Οπισθοδρομικές ιδέες / απόψεις. Tι κρίμα, νέος άνθρωπος και να έχει τόσο οπισθοδρομικές αντιλήψεις! ~ άνθρωπος, που δεν έχει προοδευτικές ιδέες. || (ως ουσ.): Οι νέοι έρχονται πάντοτε σε αντίθεση με τους οπισθοδρομικούς και τους καθυστερημένους. οπισθοδρομικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται ~.

[λόγ. οπισθοδρομ(ώ) -ικός μτφρδ. γαλλ. rétrograde]

οπισθοδρομικότητα η [opisθoδromikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του οπισθοδρομικού: H ~ των απόψεών του προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και από τους συντηρητικούς.

[λόγ. οπισθοδρομικ(ός) -ότης > -ότητα]

οπισθοδρομώ [opisθoδromó] Ρ10.9α : 1. (λόγ.) κινούμαι προς τα πίσω. 2. (μτφ.) ακολουθώ αντίστροφα μία εξελικτική πορεία που προηγήθηκε, έρχομαι σε προηγούμενο στάδιο λιγότερο εξελιγμένο: H μεσαιωνική κοινωνία οπισθοδρόμησε προς τη βαρβαρότητα.

[λόγ. < ελνστ. ὀπισθοδρομῶ `τρέχω προς τα πίσω΄ σημδ. γαλλ. rétrograder]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες