Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπάλιο
1 εγγραφή
οπάλιος ο [opálios] Ο19 & οπάλιο το [opálio] Ο40 : ορυκτό του οποίου ορισμένες ποικιλίες χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι λίθοι.

[λόγ. < ελνστ. ὀπάλλιος (ορθογρ. απλοπ.)· λόγ. επίδρ. στο οπάλι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες