Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξυγώνιος
1 εγγραφή
οξυγώνιος -α -ο [oksiγónios] Ε6 : (μαθημ.) ιδίως στον όρο οξυγώνιο τρίγωνο, που όλες οι γωνίες του είναι οξείες.

[λόγ. < αρχ. ὀξυγώνιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες