Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξυγονώνω
1 εγγραφή
οξυγονώνω [oksiγοnóno] -ομαι Ρ1 : εμπλουτίζω μία ουσία με οξυγόνο, το οποίο διαλύω μέσα σ΄ αυτή: Aίμα που δεν οξυγονώνεται ικανοποιητικά.

[λόγ. οξυγόν(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. oxygéner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες