Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξειδάση
1 εγγραφή
οξειδάση η [oksiδási] Ο30 : (χημ.) είδος οξειδωτικού ενζύμου.

[λόγ. < γαλλ. oxydase < oxyd(e) = οξείδ(ιο) -ase κατά το diastase `ένζυμο΄ < αρχ. διάστασις `χωρισμός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες