Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οξειδάση η [oksiδási] Ο30 : (χημ.) είδος οξειδωτικού ενζύμου.
[λόγ. < γαλλ. oxydase < oxyd(e) = οξείδ(ιο) -ase κατά το diastase `ένζυμο΄ < αρχ. διάστασις `χωρισμός΄]