Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξείδωση
1 εγγραφή
οξείδωση η [oksíδosi] Ο33 : (χημ.) χημική αντίδραση κατά την οποία γίνεται αργή ένωση οξυγόνου με άτομα άλλου στοιχείου· (πρβ. βραδεία καύση): ~ του σιδήρου· (πρβ. σκούριασμα). || Bιολογική ~.

[λόγ. οξειδω- (δες οξειδώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. oxidation, oxydation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες