Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξείδιο
1 εγγραφή
οξείδιο το [oksíδio] Ο40 : (χημ.) κάθε χημική ένωση που προέρχεται από οξείδωση: ~ του σιδήρου / του χαλκού / του ασβεστίου.

[λόγ. < γαλλ. oxide, oxyde < αρχ. ὀξ(ύς) (δες στο οξύ) -ide = -ίδιο (δες το παράδειγμα οξ-ίδιο στο λ. -ίδιο), η ορθογρ. <ει> με βάση σφαλερή ελνστ. γραφή ὀξείδιον, υποκορ. του αρχ. ὄξος (δες στο ξίδι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες