Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ονόματι
4 εγγραφές [1 - 4]
ονόματι [onómati] (ως επίρρ.) : με το όνομα: Kάποιος ~…, κάποιος που λέγεται… Σε ζήτησε ένας κύριος ~ Δημητρόπουλος. (έκφρ.) εν ~, (με γεν. ονόματος) επικαλούμενος τις αρχές του, τις αξίες του, την εξουσία του κτλ.: Εν ~ του Θεού, στο όνομα του Θεού. Εν ~ της θρησκείας. Εν ~ του νόμου σε συλλαμβάνω. επ΄ ~ κάποιου, στο όνομά του: Στείλε την επιταγή επ΄ ονόματί μου. ΦΡ ψιλώ* ~.

[λόγ. < αρχ. ὀνόματι δοτ. της λ. ὄνομα σημδ. γερμ. namens (επίρρ.)· έκφρ.: σημδ. γαλλ. au nom de & αγγλ. in the name of]

ονοματίζω [onomatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ονομάζω. 1. δίνω ένα όνομα σε κπ. ή σε κτ.: Ονομάτισε ο ίδιος τις χώρες που ανακάλυψε. 2α. αποκαλώ ή αναφέρω κπ. ή κτ. με το όνομά του: Tη φώναζαν όλοι κοντέσα χωρίς να την ονοματίζουν. Nα τους ονοματίσεις όλους για να τους ξέρουμε κι εμείς. β. (σπάν.) χαρακτηρίζω κπ. ή κτ.

[ελνστ. ὀνοματίζω]

ονοματικός -ή -ό [onomatikós] Ε1 : (γραμμ.) που έχει σχέση με το όνομα, ουσιαστικό ή επίθετο: ~ τύπος, κυρίως το ουσιαστικό και το επίθετο. Tο απαρέμφατο και η μετοχή είναι οι ονοματικοί τύποι του ρήματος. ~ προσδιορισμός, που προσδιορίζει ένα όνομα. Οι ονοματικοί προσδιορισμοί χωρίζονται σε ομοιόπτωτους και ετερόπτωτους. Ονοματική πρότα ση, δευτερεύουσα πρόταση που χρησιμοποιείται ως υποκείμενο, αντικεί μενο, κατηγορούμενο ή ονοματικός προσδιορισμός. Ονοματικό σύνολο, ουσιαστικό που συνοδεύεται από άρθρο, επίθετο ή αντωνυμία.

[λόγ. < ελνστ. ὀνοματικός `που αποτελείται από ονόματα΄ σημδ. γαλλ. nominal]

ονομάτισμα το [onomátizma] Ο49 : η ενέργεια του ονοματίζω.

[μσν. ονομάτισμα < ονοματισ- (ονοματίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες