Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οντουλέ
1 εγγραφή
οντουλέ [ondulé] Ε (άκλ.) : που έχει κυματοειδή μορφή: Xαρτί ~. || (παρωχ.): Xτένισμα / μαλλιά ~. || (ως ουσ.).

[λόγ. < γαλλ. ondulé (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες