Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οντάς
3 εγγραφές [1 - 3]
οντάς ο [ondás] Ο1 : (λαϊκότρ.) δωμάτιο, ιδίως το επίσημο.

[μσν. οντάς < τουρκ. oda ]

όντας 1 [óndas] μτχ. του είμαι : (προφ.) συνήθ.: α. χρονική: Πήγε στο στρα τό ~ είκοσι χρονών, όταν ήταν. β. εναντιωματική: Δουλεύει ~ άρρωστος, αν και είναι. γ. αιτιολογική: ~ πολύ ψηλός φαίνεται μέσα στο πλήθος, επειδή είναι.

[μσν. όντας < αρχ. ὄντας, αιτ. πληθ. της μεε. ὤν του ρ. εἰμί > είμαι]

όντας 2 [óndas] σύνδ. χρον. : (λογοτ., λαϊκότρ.) όταν.

[μσν. όντας < όντας 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες