Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ονοματοποίηση η [onomatopíisi] Ο33 : (γλωσσ.) τροπή σε όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο) μιας λέξης που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου.
[λόγ. < ελνστ. ὀνοματοποίη(σις) `δημιουργία ονόματος΄ -ση σημδ. αγγλ. nominalization]