Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ονοματολόγος ο [onomatolóγos] Ο18 : (γλωσσ.) επιστήμονας που ασχολείται με την ονοματολογία1.
[λόγ. < γαλλ. onomatologue (στη νέα σημ.) < ελνστ. ὀνοματολόγος `αυτός που συγκεντρώνει λέξεις΄)]