Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ονοματίζω [onomatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ονομάζω. 1. δίνω ένα όνομα σε κπ. ή σε κτ.: Ονομάτισε ο ίδιος τις χώρες που ανακάλυψε. 2α. αποκαλώ ή αναφέρω κπ. ή κτ. με το όνομά του: Tη φώναζαν όλοι κοντέσα χωρίς να την ονοματίζουν. Nα τους ονοματίσεις όλους για να τους ξέρουμε κι εμείς. β. (σπάν.) χαρακτηρίζω κπ. ή κτ.
[ελνστ. ὀνοματίζω]