Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ονειρώδης
1 εγγραφή
ονειρώδης -ης -ες [oniróδis] Ε11 : που ως εξιδανικευμένος ή επιθυμητός μοιάζει με όνειρο: ~ διακόσμηση / μουσική / ομορφιά.

[λόγ. < ελνστ. ὀνειρώδης `που μοιάζει με όνειρο΄ σημδ. γερμ.(;) traumhaft]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες