Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ονειροπολώ [oniropoló] Ρ10.9α : κάνω όνειρα και, επηρεασμένος από αυτά, ζω σε ονειρική κατάσταση μακριά από την πραγματικότητα: Ονειροπολεί ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του. Συλλογιέται την αγαπημένη του και ονειροπολεί.
[λόγ. < αρχ. ὀνειροπολῶ `ονειρεύομαι, εξαπατώ με όνειρα΄ σημδ. γαλλ. rêver, rêvasser]