Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ονειροπαρμένος -η -ο [oniroparménos] Ε3 : (ιδ. για πρόσ.) που επηρεάζεται υπερβολικά από τα δημιουργήματα της φαντασίας του με αποτέλεσμα να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα: ~ άνθρωπος. Ονειροπαρμένο βλέμμα. || (ως ουσ.).
[όνειρ(ο) -ο- + παρμένος μππ. του παίρνω]