Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομόφωνος -η -ο [omófonos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από ομοφωνία, που γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη όλων: Ομόφωνη άποψη / επιδοκιμασία / ετυμηγορία.
ομόφωνα & (λόγ.) ομοφώνως ΕΠIΡΡ: H απόφαση πάρθηκε ~. [λόγ. < αρχ. ὁμόφωνος `που μιλάει την ίδια γλώσσα, που συμφωνεί στον ήχο΄ κατά τη σημ. της λ. ομοφωνία· λόγ. < ελνστ. ὁμοφώνως]