Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομορφο-
1 εγγραφή
ομορφο- [omorfo] & ομορφό- [omorfó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ομορφ- [omorf], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε σύνθετα επίθετα, δηλώνει ότι στο προσδιοριζόμενο είναι όμορφο, ωραίο αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~πρόσωπος. 2. σε σύνθετα προσδιοριστικά ουσιαστικά δηλώνει ότι είναι όμορφο αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~νιός, ομορφόπαιδο· ομορφάντρας, ANT ασχημο-.

[μσν. ομορφ(ο)- θ. του επιθ. όμορφ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ομορφο-κάμωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες