Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομοιογένεια
1 εγγραφή
ομοιογένεια η [omiojénia] Ο27 : η ιδιότητα του ομοιογενούς. ANT ανομοιογένεια: H ~ του πληθυσμού μιας χώρας / μιας ηγετικής ομάδας. Kείμενο χωρίς γλωσσική ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοιογένεια `ομοιότητα φυλής ή είδους΄ σημδ. γαλλ. homogénéité (homo- = ομο- με τροπή σε ομοιο- ίσως για διάκρ. από τη λ. ομογένεια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες