Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομογλωσσ
2 εγγραφές [1 - 2]
ομογλωσσία η [omoγlosía] Ο25 : (γλωσσ.) ομάδα συγγενών γλωσσών: Iνδοευρωπαϊκή ~.

[λόγ. ομόγλωσσ(ος) -ία]

ομόγλωσσος -η -ο [omóγlosos] Ε5 : (για πρόσ.) που μιλάει την ίδια γλώσσα με κπ. άλλον. ANT αλλόγλωσσος: Ομόγλωσσα άτομα. || (ως ουσ.) ο ομόγλωσσος.

[λόγ. < αρχ. ὁμόγλωσσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες