Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομογάλακτος -η -ο [omoγálaktos] Ε5 : ~ αδελφός, που έχει θηλάσει από την ίδια γυναίκα με κπ. άλλο, η οποία όμως είναι μητέρα μόνο του ενός.
[λόγ. < ελνστ. ὁμογάλακτος (αρχ. οἱ ὁμογάλακτες)]