Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομοίωμα το [omíoma] Ο49 : κάθε κατασκευή που μοιάζει εξωτερικά ως προς τη μορφή, το σχήμα κτλ. με κτ. άλλο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο: Ξύλινο / γύψινο / κέρινο ~. Πιστό ~. Ένα μικρό χρυσό ~ του Παρθενώνα. Ένα μικρό ~ της Aφροδίτης της Mήλου. Kαίνε ένα ~ του Iούδα.
[λόγ. < αρχ. ὁμοίωμα]
- ομοιωματικός -ή -ό [omiomatikós] Ε1 : (γραμμ.) α. που δηλώνει ή εκφράζει ομοιότητα: Ομοιωματικά αναφορικά μόρια, το σαν και το ως. β. (ως ουσ.) τα ομοιωματικά, σημείο του γραπτού λόγου (»), που μπαίνουν κάτω από μία λέξη ή φράση για να δηλωθεί ότι αυτή επαναλαμβάνεται.
[λόγ. < ελνστ. ὁμοιωματικός `που δηλώνει ομοιότητα΄]