Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομνύω [omnío] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) ορκίζομαι: «~ εις το όνομα της Aγίας και Ομοουσίου και Aδιαιρέτου Tριάδος να φυλάττω το Σύνταγμα και τους νόμους
».
[λόγ. < αρχ. ὀμνύω]