Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομνύω
1 εγγραφή
ομνύω [omnío] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) ορκίζομαι: «~ εις το όνομα της Aγίας και Ομοουσίου και Aδιαιρέτου Tριάδος να φυλάττω το Σύνταγμα και τους νόμους…».

[λόγ. < αρχ. ὀμνύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες