Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομιλητικός -ή -ό [omilitikós] Ε1 : (για πρόσ.) που του αρέσει να μιλάει αρκετά, έτσι ώστε συνήθ. να είναι ευχάριστος στους άλλους: Άνθρωπος ~ αλλά όχι φλύαρος.
[λόγ. < αρχ. ὁμιλητικός `με ευχάριστες κοινωνικές σχέσεις΄ κατά την εξέλ. της σημ. του ομιλητής]