Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομαδοποίηση
1 εγγραφή
ομαδοποίηση η [omaδopíisi] Ο33 : δημιουργία ομάδων ιδίως από πρόσωπα που έχουν κοινά γνωρίσματα και κυρίως κοινούς σκοπούς, ενώ όλα ανήκουν σε ένα ευρύτερο σύνολο: Aνεπίτρεπτες ομαδοποιήσεις στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος.

[λόγ. ομαδ- (δες ομάδα) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. groupement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες